ναυκληρία

ναυκληρία
ναυκληρ-ία, ,
A life and calling of a ναύκληρος, ship-owning, Lys.6.19, Pl.Lg.643e, Arist.Pol.1258b22, etc.: in pl., And.1.137, Vett.Val.73.6.
2 poet., voyage, S.Fr.143, E.Alc. 112 (lyr.).
3 adventure, enterprise, Id.Med.527.
II ship, Id.Hel.1519, Plu.2.87a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναυκληρία — ναυκληρίᾱ , ναυκληρία life and calling of a fem nom/voc/acc dual ναυκληρίᾱ , ναυκληρία life and calling of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρίᾳ — ναυκληρίαι , ναυκληρία life and calling of a fem nom/voc pl ναυκληρίᾱͅ , ναυκληρία life and calling of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρία — η (Α ναυκληρία) [ναύκληρος] 1. το αξίωμα και το έργο τού ναυκλήρου 2. ιδιοκτησία πλοίου αρχ. 1. επιχείρηση 2. πλοίο 3 πλους, ταξίδι …   Dictionary of Greek

  • ναυκλήρια — ναυκλήριον ship of a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρίας — ναυκληρίᾱς , ναυκληρία life and calling of a fem acc pl ναυκληρίᾱς , ναυκληρία life and calling of a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρίαν — ναυκληρίᾱν , ναυκληρία life and calling of a fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληριῶν — ναυκληρία life and calling of a fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρίαις — ναυκληρία life and calling of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκλήριον — ναυκλήριον, τὸ (Α) [ναύκληρος] 1. πλοίο το οποίο ανήκε σε ναύκληρο 2. στον πληθ. τὰ ναυκλήρια α) ιδιοκτησία πλοίων β) ναύσταθμος …   Dictionary of Greek

  • ναυκληρικός — ή, ό (Α ναυκληρικός, ή, όν) [ναύκληρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναύκληρο ή αυτός που προσιδιάζει σε ναύκληρο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ναυκληρικά ναυκληρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”